θηλάζειν

θηλάζειν
θηλάζω
suckle
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • доить — дою, укр. доïти, ст. слав. доити, доѭ θηλάζειν (Супр.), болг. доя кормлю грудью , сербохорв. до̀jити, до̀jи̑м, словен. dojiti – то же, чеш. dojiti доить , слвц. dojit , польск. doic, в. луж. dejic, н. луж. dois. Родственно др. инд. dhayati сосет …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • сосать — сосу, диал. ссать – то же, южн., зап. (Даль), соска, укр. ссати, ссу, блр. ссаць, ссу, др. русск. съсати, съсу, съсъ сосок, грудь , съсъкъ сосок , ст. слав. съсати, съсѫ θηλάζειν (Супр.), болг. сисам сосу , сербохорв. са̏ти, се̑м, си̏сати,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ссати — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. θηλάζειν) кормить грудью; кормить; сосать.  … …   Словарь церковнославянского языка

  • γαλαθηνός — ή, ό (AM γαλαθηνός, ή, όν) (για βρέφη και νεογνά ζώων) αυτός που θηλάζει ακόμη, που δεν τρώει ακόμη στερεά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + θη , θήσθαι (απρμφ. ενεστ. με σημασία «θηλάζειν») + (επίθημα) νο ς κατά το αγανός (πρβλ. επιήρανος, θαλπνός,… …   Dictionary of Greek

  • πύσσαχος — και πύσσακος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ξύλον καμπύλον, τοῑς μόσχοις περὶ τοὺς μυκτῆρας τιθέμενον, ὅ κωλύει θηλάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • τιθήνη — και δωρ. τ. τιθήνα, ἡ, Α 1. τροφός μικρού παιδιού, παραμάννα, βυζάστρα 2. μητέρα 3. φρ. α) «χιόνος τιθήνα» μτφ. το ηφαίστειο Αίτνα (Πίνδ.) β) «ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη» μτφ. η γη (Πλάτ., Αριστοτ.) γ) «βίου τιθήνη» μτφ. το τραπέζι τού δείπνου (Τιμοκλ …   Dictionary of Greek

  • τιθασός — όν, Α 1. (ιδίως για άγρια ζώα) εξημερωμένος και κατοικίδιος 2. (για φυτά) αυτός που με την κηπουρική τέχνη έγινε ήμερος και κηπαίος 3. (για πρόσ.) ευάγωγος, ευπειθής 4. μτφ. εγχώριος, ντόπιος («ὅταν Ἄρης τιθασὸς ὤν φίλον ἕλῃ», Αισχύλ.). επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”